Θα ήθελα να είμαι γάτα. Να ξαπλώνω στον ήλιο. Να τρίβομαι. Να γουργουρίζω. Να εξαφανίζομαι. Να γρατζουνάω. Να δαγκώνω. Να παίζω. Να περιπλανιέμαι. Να κοιμάμαι στην αγκαλιά του. Και να με αγαπάνε. Για όλα αυτά.
Η λιακάδα με έβγαλε έξω Μαλλιά κοτσιδάκια Μπλουζάκια αμάνικα Βόλτες, βόλτες, μέρες φωτεινές… Σκίζω το γκρίζο Τακτοποιώ τα πράγματα Ένα ένα. Λίγο λίγο. Όλο και πιο κοντά φθάνω Στο καλοκαίρι που με γέννησε. Και πάντα με ανασταίνει.
Ανακωχή Δε μου ταιριάζει Και ας κοιμήθηκα Δεν ξεκουράστηκα Δεν έφυγα Εδώ ήμουν Εδώ. Αλλά άλλού Χάνοντας τις δυνάμεις Που μάζευα Ανακωχή Δεν την επέλεξα Δεν είμαι εγώ Είμαι πολεμίστρια Μαχητής Και αυτό έκανα Πόλεμο Όχι ανακωχή Με εμένα Με το πρέπει Και το τώρα Που ήθελα να γίνει χτες Για να μη γίνει αύριο Μα θα νικήσω Κι αυτήν τη μάχη Όπως έχω μάθει Όπως κάνω Πάντα Στο τέλος Που δεν έρχεται Γιατί σε κάθε τέλος Ένα αύριο γεννιέται Και περιμένει Να με κουράσει Να το κερδίσω Από την αρχή Δεν κάνω άλλη Ανακωχή
Έχω ένα μεγάλο όχι μέσα μου που όλα τα καταπίνει. Και τις γιορτές και τις χαρές, τις λύπες και τους φόβους. Σα γέννημα παραμυθιού και δράκαινας ανάσα, Τα καίει όλα μονομιάς χωρίς μεγάλη σκέψη. Κρεβάτι που δε στρώθηκε ποτέ για να ξαπλώσω, Και ποίημα που δε γράφτηκε από ψυχής ανάγκη. Είναι του φόβου θρέψιμο, που κατοικεί εντός μου. Σαν καταιγίδα τροπική πάνω από το κεφάλι. Θεριώνει, γιγαντώνεται, το μέσα κατατρώγει. Και βασανίζει τη ψυχή, το είναι και τη σκέψη. Αυτό το ΟΧΙ το μικρό ασήμαντο φαινόταν. Μα τώρα πια με κατοικεί, πέρα απ΄τη θέλησή μου.